- ερινασμός
- ο (AM ἐρινασμός) [ερινάζω](γεωπ.) η τεχνητή γονιμοποίηση ήμερης συκιάς με την ανάρτηση στα κλαδιά της καρπών άγριας συκιάς, κν. όρνισμα ή ρίνιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρινασμός — caprification masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινασμοῦ — ἐρινασμός caprification masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινασμῶν — ἐρινασμός caprification masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινασμῷ — ἐρινασμός caprification masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινασμόν — ἐρινασμός caprification masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίνιασμα — και όρνιασμα, το ο ερινασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερινιάζω, βλ. λ. ερινάζω] … Dictionary of Greek